2018.12.12 | Introduced by Gregory Nagy
It is such an honor for me to be given the opportunity of introducing a set of poems by Agathí Dimitroúka (Αγαθή Δημητρούκα), presented here in Modern Greek. The editor of Classical Inquiries, Keith DeStone, tells me of plans to commission translations of these exquisite poems into other languages, including English, but for now the pristine charm of the poetry can already be savored in the original Greek. The poetic power of the words crafted here by my friend Agathí can best be appreciated from a diachronic point of view, since she connects so artfully the classical legacy with the dynamic presence of modern Hellenism. Of course it is hard for me to choose favorites, because I so treasure every part of this cohesive set of poems, but I cannot resist highlighting one of them: it is the poem about the doomed love of Phaedra for Hippolytus, where the wording of our poet evokes not only the ethereal poetry of Euripides but also the down-to-earth prose of Pausanias—on both of which sources I offer background here. We see clearly in this poem of Agathí Dimitroúka—as also in all her poetry—her passionate engagement with the uncompromising beauty of life as a fusion of pain and delight.
Editor’s note: The following will appear in March 2019 as part of a new collection of lyrics and poems by Agathí Dimitroúka entitled Κήπος με γιασεμάκια ο ουρανός [A garden with jasmine flowers is the sky], from Patakis Publishers.
Fourteen poems by Agathí Dimitroúka
Ερωτική κατάβαση στον Άδη*
Μικρή αναφορά στον Νίκο Γκάτσο
Το δρόμο από το φως ως το σκοτάδι
εμπειρικά τον λεν οι ποιητές
ερωτική κατάβαση στον Άδη
προσκύνημα σε ό,τι ζούσε χτες.
Μα εγώ αρνούμαι να σε προσκυνήσω
το σώμα σου το θέλω ζωντανό
μ’ εννιά χορδές θα σε τραβήξω πίσω
ν’ αναστηθείς σαν άστρο πρωινό.
Από τον Kάτω Kόσμο στον επάνω
μεγάλη η ανηφόρα και τυφλή.
Αχ Ευρυδίκη μου, σε ξαναχάνω
δε μ’ έμαθες να κάνω υπομονή.
*Θεϊκή μορφή ο Νίκος Γκάτσος, εμφανίζεται στα όνειρά μου πάντα παρηγορητικός. «Γιατί κλαις, βρε Αγαθούλα;» τον είδα να μου λέει μια νύχτα που πονούσα. «Αυτός δεν είναι θάνατος. Είναι ερωτική κατάβαση στον Άδη».
Μαζί με το επόμενο δημοσιεύτηκαν ελληνικά και πορτογαλικά σε μετάφραση του Βραζιλιάνου ποιητή Φλοριάνο Μάρτινς [Floriano Martins] στο ηλεκτρονικό περιοδικό: Agulha Revista de Cultura, No 105, Δεκέμβριος 2017.
Λέανδρος και Ηρώ*
αφήγηση
Ο Λέανδρος, αρχοντόπουλο από την Άβυδο, ερωτεύτηκε μια ιέρεια της Αφροδίτης, την Ηρώ, από τη Σηστό. Καθώς οι δύο πόλεις ήταν χτισμένες στον Ελλήσποντο αντικριστά, ο Λέανδρος τις νύχτες διέσχιζε το στενό κολυμπώντας κι έφτανε στον πύργο της Ηρούς, με μόνο οδηγό τη φλόγα ενός λυχναριού στο παράθυρό της. Αλλά μια νύχτα ξέσπασε θύελλα, η φλόγα έσβησε, ο Λέανδρος έχασε τον προσανατολισμό του, παρασύρθηκε από τα αγριεμένα κύματα και πνίγηκε. Γαληνεμένη το πρωί η θάλασσα άφησε το πτώμα του τραγικού εραστή κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του. Μα ποια Ηρώ θα συνέχιζε να ζει χωρίς τον Λέανδρό της; Έπεσε από το μοιραίο παράθυρο και ξεψύχησε εκεί, στη νεκρή αγκαλιά του.
τραγούδι
Ο έρωτας μας απειλεί
με το θανάσιμο φιλί:
Μην πλησιάζεις, Λέανδρέ μου!
Ο έρωτας μας απειλεί
κι η νύχτα κρέμεται θολή
σαν μαύρο λάβαρο πολέμου.
Στον πόθο βάλε υπομονή
να διώξει η αύρα η πρωινή
της καταιγίδας τα μοιραία.
Στον πόθο βάλε υπομονή
φεγγάρι νέο να φανεί
να δεις τη φλόγα τη λαθραία.
Φυσάν ανέμοι, δεν ακούς
τους φόβους μου και τους λυγμούς.
Σ’ αγκάλιασε το άγριο κύμα.
Φυσάν ανέμοι, δεν ακούς
κι εμείς που αγγίξαμε ουρανούς
θα βρούμε του βυθού το μνήμα.
*Ο έρωτας τελειώνει τραγικά, [Kύκλος οκτώ τραγουδιών για τη Μαρία Φαραντούρη]. Μουσική: Γιώργος-Εμμανουήλ Λαζαρίδης. Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου (2008). Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ (2017).
Πύραμος και Θίσβη*
αφήγηση
Δυο νέοι από τη Βαβυλώνα, ο Πύραμος και η Θίσβη, αντίθετα στη θέληση των γονιών τους, αγαπήθηκαν. Κι από μια χαραμάδα στη μεσοτοιχία που χώριζε τα σπίτια τους, συνεννοήθηκαν να συναντηθούν κάτω από τη μουριά που βρίσκονταν σε μια πηγή, έξω από την πόλη. Έφτασε πρώτη η Θίσβη, αλλά είδε ένα λιοντάρι να πλησιάζει, κι ανέβηκε στο δέντρο να σωθεί, χωρίς να νοιαστεί για το πέπλο που της είχε πέσει. Το λιοντάρι μύρισε το πέπλο, σκούπισε πάνω του την αιματοβαμμένη μουσούδα του, ήπιε νερό από την πηγή και ξανάφυγε. Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι ο Πύραμος. Αναγνώρισε το πέπλο της Θίσβης, φαντάστηκε πως κάποιο αγρίμι την είχε κατασπαράξει κι αστραπιαία τράβηξε το σπαθί του και σκοτώθηκε. Απαρηγόρητη η Θίσβη έβγαλε το σπαθί από το στήθος του Πυράμου και το κάρφωσε στην καρδιά της. Από το αίμα των τραγικών εραστών, λένε ότι τα μούρα έγιναν κόκκινα, κι εκείνοι που έκαψαν τα δυο πεθαμένα κορμιά, έβαλαν τη στάχτη στην ίδια υδρία. Λένε ακόμα πως, συγκινημένοι οι θεοί, έκαναν τον Πύραμο ποτάμι στη Σικελία και τη Θίσβη πηγή, που χύνει το νερό της μέσα του για να του δροσίζει την παλιά, την ανθρώπινη πληγή, ή για να μη στεγνώσει ποτέ η αγάπη τους.
τραγούδι
Χαραματιά στον τοίχο η Θίσβη κάνει
του Πύραμου τρυπάει καρδιά και στήθος·
το έργο να θαυμάσει, λέει ο μύθος,
από την Κύπρο ο Έρως καταφθάνει.
Μιλά η σιωπή, το πέρασμα δε φτάνει
να βρει η φωνή το θάρρος και το ήθος·
τον τρόπο δείχνει ο έρωτας συνήθως
κάθε ψυχή το φόβο της να χάνει.
Ξεχείλισε το πάθος, και το βήμα
της άμυαλης παρθένας παρασέρνει
στο θάνατο και στο χαμό με βία:
τους δυο, σε μια στιγμή, σαν ένα θύμα
σκοτώνει και σκεπάζει κι ανασταίνει
ίδιο σπαθί και ίδιο χώμα κι ίδια ιστορία.
*Απόδοση ενός σονέτου του Θερβάντες, το οποίο έδωσε την ιδέα ότι ο έρωτας τελειώνει τραγικά: Miguel de Cervantes, Don Quijote de la Mancha, Β΄ Μέρος, κεφ. XVIII, σ. 779, INSTITUTO CERVANTES, CRÍTICA, Βαρκελώνη (1998).
Ορφέας και Ευρυδίκη*
αφήγηση
Ο Ορφέας, ποιητής και μουσικός από τη Θράκη, έπαιζε τόσο γλυκά τη λύρα που του είχε χαρίσει ο πάγκαλος Απόλλωνας, που τα άγρια θηρία ημέρευαν, και τα δέντρα και οι βράχοι μετακινούνταν σαν να χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής του. Κι όταν η γυναίκα του, η Ευρυδίκη, πέθανε ξαφνικά, ο Ορφέας, για να τη φέρει πίσω, κατέβηκε στον κάτω κόσμο με τη λύρα του. Κατά την κάθοδό του τραγούδησε με τόσο πόνο κι έπαιξε τόσο λυπητερά, που ο Άδης και η Περσεφόνη συγκινήθηκαν και του επέτρεψαν να ξαναπάρει την Ευρυδίκη στον επάνω κόσμο, υπό έναν όρο: εκείνος να προπορεύεται κι εκείνη ν’ ακολουθεί με οδηγό τη μουσική του, κι ώσπου να βρεθούν κι οι δυο κάτω απ’ το φως του ήλιου, να μη γυρίσει να την κοιτάξει. Δύσπιστος ο Ορφέας; Ανυπόμονος; Με το που βρέθηκε στο φως, γύρισε να δει αν στ’ αλήθεια ακολουθούσε η Ευρυδίκη και την ξανάχασε, αυτή τη φορά οριστικά μες στο σκοτάδι.
τραγούδι
Ερωτική κατάβαση στον Άδη
προσκύνημα σε ό,τι ζούσε χτες
εμπειρικά τον λένε οι ποιητές
το δρόμο απ’ το φως ως το σκοτάδι.
Μα εγώ αρνούμαι να σε προσκυνήσω
σαν παλιό βωμό.
Το σώμα σου θέλω πάλι να το ζήσω
το θέλω ζωντανό.
Μ’ εννιά χορδές θα σε τραβήξω
μ’ εννιά χορδές στον ουρανό.
Πάνω πάνω θα σε τραβήξω
πάνω πάνω να σε χαρώ–
πάνω πάνω θα σε τραβήξω
πάνω πάνω στον ουρανό,
ν’ αναστηθείς σαν άστρο πρωινό.
Αχ Ευρυδίκη μου, σε ξαναχάνω
δε μ’ έμαθες να κάνω υπομονή.
Από τον Κάτω Κόσμο στον επάνω
μεγάλη η ανηφόρα και τυφλή.
Μα εγώ αρνούμαι να σε λησμονήσω
σαν κορμί νεκρό.
Το σώμα σου θέλω πάλι να το ζήσω
το θέλω ζωντανό.
Μ’ εννιά χορδές θα τραγουδάω
μ’ εννιά χορδές θα σε υμνώ.
Πάντα πάντα θα τραγουδάω
πάντα πάντα θα σε θρηνώ–
πάντα πάντα θα τραγουδάω
πάντα πάντα θα σε υμνώ.
*Οι αρχικοί στίχοι αναπροσαρμόστηκαν στη μελωδία.
Πέλοψ και Ιπποδάμεια
αφήγηση
Ο Πέλοψ από τη Μικρά Ασία, μόλις το μαύρο χνούδι του προσώπου του άρχισε να γυαλίζει, θέλησε για σύζυγό του την Ιπποδάμεια από την Ήλιδα. Κατανοώντας τη δυσκολία να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, στάθηκε μια νύχτα στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας και παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να τον βοηθήσει. Ο θεός τού χάρισε ένα χρυσό άρμα που το έσερναν άλογα φτερωτά, κι εκείνος πέταξε για τον τόπο που αργότερα πήρε το όνομά του: τη σημερινή Πελοπόννησο. Προσγειώθηκε στην Ήλιδα, στο παλάτι του Οινόμαου, ως μνηστήρας της Ιπποδάμειας, η οποία, με το που τον είδε, τον ερωτεύτηκε. Ο Οινόμαος, όμως, είτε επειδή φοβόταν το χρησμό που έλεγε ότι θα τον σκότωνε ο γαμπρός του είτε επειδή μεταχειριζόταν την κόρη του σαν να ήταν γυναίκα του, υποχρέωνε τον μνηστήρα σε αρματοδρομία: αν κέρδιζε ο μνηστήρας, θα έπαιρνε την Ιπποδάμεια· αν τον πρόφτανε ο Οινόμαος, θα του έκοβε το κεφάλι. Δεκατρία κεφάλια είχε κρεμάσει στο παλάτι του σαν τρόπαια, όταν ξεκίνησε η αρματοδρομία με τον Πέλοπα. Ο ευνοούμενος του Ποσειδώνα, με βοήθεια αλλά και με πονηριά, κατάφερε να σκοτώσει τον Οινόμαο, να πάρει γυναίκα του την Ιπποδάμεια και να αναλάβει την εξουσία. Αυτός καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Με την Ιπποδάμεια απέκτησε πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων και το Χρύσιππο, που ήταν σωσίας του. Όμως, πού είναι το τραγικό στοιχείο; Για κάποιο άγνωστο λόγο η Ιπποδάμεια σκότωσε τον Χρύσιππο και, φοβούμενη την εκδίκηση του Πέλοπα, έφυγε μακριά στην ακρόπολη Μιδέα, όπου παρέμεινε έγκλειστη ως το θάνατό της.
τραγούδι
Για της αγάπης μου τα δώρα
μου φτάνει ένα ευχαριστώ
αρκεί να μου το λες την ώρα
που βλέπω ορίζοντα κλειστό.
Θα παίρνω θάρρος και θ’ ανοίγω
τους δρόμους για τους ουρανούς
και θα ξεφεύγω λίγο λίγο
απ’ τους ανίερους δεσμούς.
Μα είναι χθόνια η μοίρα
που τη ζωή μου κυβερνά
κι όσα καλά από σένα πήρα
μου τα γυρνά σε συμφορά.
Πανάρετος και Ερωφίλη*
αφήγηση
«Αφότις εσκοτώθη εις τον πόλεμον Θρασύμαχος ο βασιλεύς της Τσέρτσας, έτυχεν εις τα χέρια Φιλογόνου, του βασιλέως της Μέμφιδος, ήγουν της Αιγύπτου, κάποιον ανήλικον παιδί, τ’ όνομα Πανάρετος, οπού μονογενές και ορφανόν έμεινε μετά τον σκοτωμόν του πατρός του. Και μ’ όλον που δεν το εγνώριζεν ο Φιλόγονος διά παιδί του Θρασυμάχου, όμως επρόσταξε να συναναστρέφεται ομάδι με την κορασίδα Ερωφίλην την θυγατέρα του, μονογενής και αυτή. Ούτος, ο Πανάρετος, με την αύξησιν της ηλικίας, ηύξανε κατά πολλά εις φρόνησιν, εις βασιλικά ήθη και εις ανδρείαν, ώστε οπού ταύτα βλέποντας προς τον νέον ο Φιλόγονος βασιλεύς, όχι μόνον τον ετίμησεν, αλλά και στρατηγόν τον εκατάστεσεν εις όλα του τα φουσάτα. Ο έρως όμως της Ερωφίλης έσυρε τον Πανάρετον να την αγαπήση τόσον δια τα περισσά της κάλλη, ώστε, κρυφίως από τον πατέρα της, να ενεργήση τα του γάμου και να κοιμηθή με του λόγου της. Τούτο εγίνη αιτία μεγάλου κακού·» μας πληροφορεί ο Γεώργιος Χορτάτσης στα προλεγόμενα της Ερωφίληςτου· γιατί, ο βασιλιάς, που ήθελε να παντρέψει την Ερωφίλη με κάποιο βασιλόπουλο από τα γειτονικά βασίλεια και να μεγαλώσει έτσι το δικό του, θύμωσε κι οργίστηκε πολύ. Και καθώς δεν ήταν κανένας άγιος αφού, για να πάρει την εξουσία είχε σκοτώσει τον ίδιο του τον αδερφό και την οικογένειά του, κατέστρωσε ως εξής την αιμοβόρα εκδίκησή του: Κάλεσε τον Πανάρετο, για να τον αναγνωρίσει δήθεν ως γαμπρό του, και τον αποκεφάλισε, του ξερίζωσε την καρδιά, του έκοψε τα χέρια, και πέταξε το υπόλοιπο σώμα στα σκυλιά και στα λιοντάρια. Έπειτα, κάλεσε την Ερωφίλη, δήθεν για να την ευχηθεί και να τη συγχωρήσει για την προσβολή που του είχε κάνει να παντρευτεί κρυφά, και της πρόσφερε σε κανίσκι γάμου το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του Πανάρετου. «Και για να κλαίγεις πλιότερα, μισεύγω από κοντά σου» της είπε και την άφησε μόνη να θρηνεί. Μα η Ερωφίλη θα έμενε στο θρήνο; Άδραξε το μαχαίρι και λέγοντας «Πανάρετε, ομάδι Κόλαση γη Παράδεισο να γνώθομε στον Άδη», το κάρφωσε στο στήθος της.
τραγούδι
Δεν είν’ αυτά τα μόνα χέρια που μ’ αγκάλιαζαν
πολλές φορές μ’ αγκάλιασες κι εσύ.
Με τη στοργή σου όλοι οι φόβοι μου αναγάλιαζαν
πατέρας ήσουν κι ήμουνα παιδί.
Σαν τ’ άγριο θεριό του δάσου
μου δείχνεις τώρα την καρδιά σου.
Δεν είν’ αυτά τα μόνα χείλη που με φίλαγαν
πολλές φορές με φίλησες κι εσύ
τα όνειρά μου τότε σαν καράβια κύλαγαν
χωρίς να φεύγουν από την ακτή.
Η εξουσία σ’ έχει κάνει
του Άδη βρώμικο λιμάνι.
Ως είδασι τ’ αμμάτια μου κ’ εμέ την εντροπή μου,
και τα δικά σου να θωρού μπορού τη γδίκιωσή μου.
Ερχόταν σαν ποτάμι γιορτινό βουΐζοντας
μες σε κλαριά και όχτες του κορμιού
και γέμιζε ο κοριτσίστικός μου ορίζοντας
δροσιά της νύχτας πάχνη φεγγαριού.
Ως ποιαν αυγή να τον προσμένω;
Νεκρός αυτός, κι εγώ πεθαίνω.
*Παρεμβάλλονται αποσπάσματα από το έργο: Γεωργίου Χορτάτση, Ερωφίλη, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, Μάρθα Αποσκίτη, Στιγμή (2001).
Ιππόλυτος και Φαίδρα
αφήγηση
Ο Ιππόλυτος, νέος, ωραίος και σεμνός, γιος του Θησέα και κάποιας Αμαζόνας, αφοσιωμένος στην Άρτεμη, περιφρονούσε την Αφροδίτη. Θιγμένη η θεά του έρωτα, ενέπνευσε στη Φαίδρα, τη μητριά του, παράφορο πάθος για κείνον: πήγαινε από την Αθήνα στην Τροιζήνα, κρυβόταν πίσω από μια μυρτιά και τον κρυφοκοίταζε που γυμναζόταν, κι όπως την τρέλαινε η πεθυμιά, τρυπούσε τα φύλλα της μυρτιάς με τη βελόνα των μαλλιών της. Ο Ιππόλυτος, όμως, προτίμησε να μείνει πιστός στη θεά της αγνότητας και στον υιικό σεβασμό προς τον πατέρα, και απέκρουσε τον έρωτα της Φαίδρας. Εκείνη, από το φόβο πως θα την αποκάλυπτε στον Θησέα, και με την αγάπη της να έχει γίνει μίσος πια, κατηγόρησε τον Ιππόλυτο ότι της είχε επιτεθεί να τη βιάσει. Τυφλωμένος από θυμό για το γιο του ο Θησέας, ζήτησε από τον Ποσειδώνα το θάνατό του. Η Φαίδρα, μόλις συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, κρεμάστηκε στο βασιλικό της δώμα, και κρεμασμένη πέρασε στον κάτω κόσμο, να αιωρείται ακόμα και να παρακαλεί: «Ιππόλυτε, γύρνα στο φως, κι ας γίνεις γι’ άλλην όμορφος».
τραγούδι
Δε σ’ έμαθε ο έρωτας ν’ αλλάζεις
την ενοχή της ομορφιάς με ομορφιά της ενοχής·
κι αν τόλμησα εγώ εσύ διστάζεις
απ’ την πηγή να πιεις νερό γιατί φοβάσαι να βραχείς.
Ιππόλυτε Ιππόλυτε
υποκριτή απόλυτε.
Τα φύλλα τα μυρτόφυλλα τρυπάω
σαν το κορμί σαν την καρδιά που τα τρυπάει η πεθυμιά·
παράνομα, το ξέρω, σ’ αγαπάω
παράνομα, παράφορα, παράλογα και σκοτεινά.
Εγωιστή και νάρκισσε
ο θάνατός σου άρχισε.
«Η άρνηση του έρωτα σκοτώνει»
θα γράψω, θα φωνάξω πριν συναντηθούμε στο κενό.
Της Αφροδίτης ήμουνα το πιόνι
της Άρτεμης εσύ, γι’ αυτό παγιδευτήκαμε κι οι δυο.
Ιππόλυτε, γύρνα στο φως
κι ας γίνεις γι’ άλλην όμορφος.(1)
(1) Το τραγούδι ακολουθεί τον μύθο μεταφέροντας έναν απόηχο από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: Φαίδρα, Κέδρος (22η 1990).
Ηώς και Τιθωνός
αφήγηση
Η ροδοδάκτυλη Ηώς, αδερφή του Ήλιου και της Σελήνης και προσωποποίηση της αυγής, αγαπούσε πολύ τον έρωτα. Κάποτε, όμως, συνευρέθηκε με τον Άρη και προκάλεσε την οργή της Αφροδίτης, η οποία, για να την τιμωρήσει, την έκανε «αιωνίως ερωτευμένη». Έτσι, σε μιαν ανατολή στην Τροία, είδε έναν πανέμορφο νέο, τον Τιθωνό, και τον ερωτεύτηκε με τόσο πάθος, που τον απήγαγε και τον οδήγησε με το άρμα της στη χώρα του Ήλιου. Εκεί, παρακάλεσε τον Δία να χαρίσει στον καλό της την αθανασία, ξεχνώντας να ζητήσει και την αιώνια νεότητα. Κι ενώ εκείνη παρέμενε νέα, ωραία και ακμαία, ο Τιθωνός αρρώσταινε, γερνούσε και ζάρωνε, ώσπου το σώμα του έγινε μικρό σαν του τζιτζικιού. Αλλά τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε αληθινό τζιτζίκι.
τραγούδι
Ό,τι γεννιέται την αυγή
το βράδυ σκοτεινιάζει
καινούριο φως να γεννηθεί
μόλις γλυκοχαράζει.
Η ροδοδάκτυλη Ηώς
τις αγκαλιές ζεσταίνει
κι ο έρωτας ο τραγικός
στη συμφορά δε μένει.
Κάνει τον πόνο του χαρά
κι ελπίδα του τη λύπη
το θρίαμβό του να μετρά
στο πρώτο καρδιοχτύπι.
Κουράγιο, θάρρος, Τιθωνέ
κι υπομονή αντρίκια
ν’ αρχίσουνε τον αμανέ
του κόσμου τα τζιτζίκια.
Νάρκισσος και Ηχώ*
αφήγηση
Ο Νάρκισσος, με την αψεγάδιαστη ομορφιά και τη νεότητά του, ενέπνεε τον έρωτα σε γυναίκες και σε άντρες, που έτρεχαν πίσω του, μα εκείνος τους περιφρονούσε. Στα δεκάξι του, όταν μπήκε στο δάσος να κυνηγήσει, τον ερωτεύτηκε μια Νύμφη, η Ηχώ, που η Ήρα την είχε τιμωρήσει να μη μιλάει εκείνη πρώτη, αλλά να επαναλαμβάνει τα λόγια των άλλων. Κι όταν ο Νάρκισσος φώναξε «Είναι κανείς εδώ; Δεν είναι;», «Είναι» επανέλαβε η Ηχώ· κι όταν ο Νάρκισσος είπε «Φωνή, με το κορμί να σμίξεις έλα», «Έλα» του απάντησε η Νύμφη και παρουσιάστηκε μπροστά του. Εκείνος, όμως, τιμωρημένος από την Άρτεμη για την αλαζονεία της ομορφιάς του και την ακαταδεξιά του, απέκρουσε τον έρωτα της Ηχούς και συνέχισε το κυνήγι. Διψασμένος, έσκυψε σε μια διάφανη, ακύμαντη και ασημένια λίμνη για να πιει νερό, και στην επιφάνειά της, είδε να καθρεφτίζεται το πρόσωπό του. Για μια στιγμή νόμισε πως έβλεπε τη δίδυμη αδερφή του, αλλά εκείνη είχε πεθάνει χρόνια πριν, κι έτσι ο Νάρκισσος, εντυπωσιασμένος από το είδωλό του, ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Κι όταν μια μέρα, μην αντέχοντας έναν τόσο βασανιστικό έρωτα, τράβηξε το σπαθί του και μ’ ένα «Αλίμονο!» αυτοκτόνησε, «Αλίμονο!» επανέλαβε η Ηχώ και χάθηκε στις λαγκαδιές, ώσπου έλιωσε απ’ τον καημό κι έμεινε μόνο η φωνή της. Από το αίμα του Νάρκισσου, μια σταγόνα έπεσε στη γη, κι εκεί, φύτρωσε ένα κατάλευκο λουλούδι, μονοκοτυλήδονο, που, για την ευωδιά του και την άσπιλη ομορφιά του, αγαπήθηκε από τους ποιητές.
τραγούδι
Από τα δεκαπέντε στα δεκάξι
εντός μου ο κόσμος βιάστηκε ν’ αλλάξει
κι όλοι οι ανθρώποι μοιάζουνε για μένα
δέντρα γυμνά σε δάση πετρωμένα.
Ζωή ’σαι δω; Είναι κανείς; Δεν είναι…
Αχ, φανερώσου κι οδηγός μου γίνε.
Πριν φέρει ο φόβος μοναξιά και τρέλα,
φωνή, με το κορμί να σμίξεις, έλα.
Να ’ρθώ εγώ; Πού νά ’ρθω; Πες μου!
Διαδοχή θανάτων οι στιγμές μου,
τη δίψα τους μ’ αφήνουνε στα χείλη
καθώς σ’ ακολουθώ, σκιά μου φίλη.
Μια λίμνη! Στο νερό η αδερφή μου;
Μα εκείνη πέθανε νωρίς. Δική μου
είν’ η μορφή που θ’ αγκαλιάσω τώρα:
του χωρισμού ποτέ δε θα ’ρθει η ώρα.
Γιατί αρνήθηκα το πάθος το φιλήδονο;
Έν’ άνθος η ψυχή μου, μονοκοτυλήδονο.
*Δεν ακούστηκε στις συναυλίες.
Σελινούς*
Πώς ημερέψαν οι θεοί των ερειπίων
όταν η γη κατάπιε την οργή τους!
Αγκαλιασμένες πέτρες, δέντρα σκόρπια
και δίπλα η νεκρόπολη, στους θάμνους.
Εκεί σε είδα. Είπες: «Είμ’ ο Αλυπίων.
Διδάσκω τη χαρά σε νεοφύτους».
Νεόφυτος, εγώ; Μαρτύρησα ως τώρα
στους έρωτες με τους διπλούς θανάτους.
*Μακρινές αποικίες. Αποικίες αρχαιοελληνικές, μακρινές πάνω στη γη και μέσα στον χρόνο. Μια ιδέα για ποιήματα, η οποία προέκυψε το καλοκαίρι του 2009 περιδιαβαίνοντας τη Σικελία με το αυτοκίνητό μου. Ο ήλιος ήταν έντονος σαν να μην επέτρεπε να δημιουργούνται σκιές. Η ύπαιθρος, πολύχρωμη: κοκκινωπά τα οργωμένα χωράφια, χρυσαφιά τα θερισμένα με τις καλαμιές, κοντά στους οικισμούς πέτρες άσπρες κι ασημόγκριζες, ελαιόδεντρα και φραγκοσυκιές, ενώ, κάπως παράμερα από τον δρόμο και προς την πλευρά της θάλασσας, το τοπίο πρασίνιζε σαν να υπονοούσε κάποια όαση. Πινακίδες αρχαιολογικού χώρου έδειχναν προς τα εκεί κι όταν πλησίαζα έβλεπα μέσα από κυπαρίσσια ή βελανιδιές και πέτρες πολλές, να αναδύονται θαυμαστά αρχαιοελληνικά ερείπια -κίονες, ναοί, θέατρα- διαπιστώνοντας ότι αυτό που από μακριά μου φαινόταν όαση δεν ήταν παρά μια νεκρή πόλη. Και τότε, χωρίς αρχαιολατρίες και σωβινισμούς, με πλημμύριζε μια αίσθηση σαν να βρισκόμουν στον μαγικό τόπο της ποίησης. Στην αρχή σκέφτηκα να περιοριστώ μόνο στις αποικίες της Σικελίας, όμως κάτι τέτοιο, αυτόματα, μου φάνηκε φλύαρο. Έτσι έκλινα υπέρ του να επιλεγούν δύο αποικίες από τη Σικελία (Σελινούς και Συρακούσαι), μία από την Ιβηρική (Εμπόριον ή Εμπορείον), μία από τη Βόρεια Αφρική (Κυρήνη) και μία από την Ταυρική χερσόνησο (Παντικάπαιον), οι οποίες άκμασαν κατά την αρχαιότητα και, σε διαφορετικό βαθμό καθεμιά, διατηρούν δείγματα του πρώτου τους πολιτισμού. Είναι σαφές ότι τα ποιήματα δεν έχουν καμία σχέση με αρχαιολογικές περιγραφές ούτε με ύμνους στο «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Έχουν να κάνουν περισσότερο με μια εσωτερική «συντριβή» καβαφικού τύπου και με μια φιλοσοφική «πρόσληψη» θραυσμάτων φωτός. Ολοκληρώθηκαν το 2014 με σκοπό -τότε- να μελοποιηθούν από τον Γιώργο Κουμεντάκη για τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη.
Συρακούσαι
Το νερό μες στο πηγάδι
το πηγάδι στον νυμφώνα.
Έρρευσεν ο οίνος
ως το ύδωρ του Διός
και κατέρρευσεν εκείνος.
Όχι,
τα μικρά λιμάνια παραμένουν∙
τα μεγάλα κατακτούν οι πορθητές.
Ναι,
είκοσι τρεις αιώνες
τα βαρβαρικά ιστία τους αλλάζω
με σεντόνια της ημέρας
της ανακωχής.
Εμπόριον
Ψηλά τα κυπαρίσσια να ορίζουν
τον δρόμο από τη Φώκαια στη Ρώμη:
στη μια πλευρά το φως που φέγγει ακόμη
στην άλλη εμείς με νύχτες που ανθίζουν.
Η σάρκα σου μυρίζει γιασεμί.
Ορίζοντες στο ύψος του ανθρώπου
σπαρμένοι μ’ άφθαρτων ψυχών αγγεία
κι ο ήλιος ανατέλλει στην ευθεία
του μυστικού ερωτικού μας τόπου.
Μη με προδώσεις τούτη τη στιγμή.
Κυρήνη
Νομίσανε τον θάνατο ζωή
κι ό,τι έχει αντέξει το ισοπεδώνουν·
χιλιάδες χρόνια οι νεκροί εκεί,
οι ζώντες εσαεί να τους σκοτώνουν.
Η λάμψη του Απόλλωνα μουντή,
σακατεμένη γραία η Κυρήνη,
μισός ο Δίας για να μαρτυρεί
την αθεράπευτη παραφροσύνη.
Ο άνθρωπος, της άγνοιας θεός,
φθονεί την προαιώνια σοφία
και συμμαχεί παντού και διαρκώς
με την τρομοκρατία και τη βία.
Μα όσοι ποθούν μιαν άνοιξη να ’ρθεί
τα θλιβερά ερείπια ν’ ανθίσουν,
την πιο ειρηνική ανατροπή
μαζί μ’ εμάς κι αυτοί κι η γη θα ζήσουν.
Παντικάπαιον
Αχ, ήμουν κήπος του παντός
κι εσύ μικρός ερωδιός
που έφευγες κι ερχόσουν
ωραίος μα θανατερός
λες κι είν’ ο έρωτας εχθρός
γι’ αυτούς που θα ενδώσουν.
Σε καρτερούσα να φανείς
μέσ’ από στέπες αχανείς
και γέρικα λιμάνια
πρώτος εσύ κι άλλος κανείς
στην αγκαλιά μου για να βρεις
δροσιά και περηφάνια.
Τώρα σου κόψαν τα φτερά
τα φύλα τα βαρβαρικά
κι ο κήπος μου νταμάρι
στης Δήμητρας τα ιερά
να χτίζουν πόλεις και χωριά
που ο βοριάς θα πάρει.